ἀργυρισμός

ἀργυρισμός
ἀργῠρ-ισμός, ,
A getting money, Str.7.3.7, Ph.1.145, al., D.C.59.15;

ἀργυρισμοῦ πρόφασιν OGI669.37

(Egypt, i A.D.);

ἐπ' ἀργυρισμῷ Sammelb.4416.11

(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀργυρισμοῦ — ἀργυρισμός getting money masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρισμῷ — ἀργυρισμός getting money masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρισμόν — ἀργυρισμός getting money masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”